- ἰσήβας
- ἰσήβας [ῐ], ου, ὁ, (h(/bh)A = ἰσῆλιξ, Tim.Pers.226.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισήβας — ἰσήβας, ὁ (Α) ισήλιξ*, συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἥβη] … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ἰσήβαν — ἰσήβᾱν , ἰσήβας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)